ηλιόκαυστος

ηλιόκαυστος
-η, -ο
ο μαυρισμένος απ' τον ήλιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἡλιόκαυστος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιοκαύστου — ἡλιόκαυστος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιόκαυτος — και λιόκαυτος και ηλιόκαυστος, η, ο (Α ἡλιόκαυστος, δωρ. τ. ἁλιόκαυστος, ον) ο ηλιοκαμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιόκαυτο ψάρι, χταπόδι ή αστακός ξεραμένα στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καυτός (< καίω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”